δονητής

δονητής
ο
ηλεκτρομαγνητική συσκευή που προκαλεί δονήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δονητής — ο γενικός χαρακτηρισμός διατάξεων που παράγουν και διατηρούν δονήσεις …   Dictionary of Greek

  • κραδαντήρας — ο [κραδαίνω] μηχάνημα που παράγει κραδασμούς με ηλεκτρικό ρεύμα και χρησιμοποιείται σε νευρικά νοσήματα, δονητής …   Dictionary of Greek

  • πολυδονητής — ο, Ν (ηλεκτρον.) γεννήτρια τετραγωνικών ηλεκτρικών παλμών που αποτελείται από δύο ηλεκτρονικές λυχνίες συνδεδεμένες έτσι ώστε η έξοδος τής μιας να εφαρμόζεται στην είσοδο τής άλλης και χρησιμοποιείται ως γεννήτρια ταλαντώσεων, ως τμήμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”